μαιτρέσα

μαιτρέσα
η
γυναίκα που συζεί με κάποιον ως ερωμένη του και συντηρείται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maitresse, θηλ. τού maitre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαιτρεσάρω — [μαιτρέσα] κάνω μια γυναίκα ερωμένη μου και τή συντηρώ …   Dictionary of Greek

  • άλοχος — (I) ἄλοχος, η (Α) (λέξη ποιητική) 1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα 2. μαιτρέσα, παλλακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄλοχος «αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι»]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • αγαπητικός — ο (θηλ. ιά) (Α ἀγαπητικός, ή, όν) [ἀγαπῶ] αυτός που αγαπά νεοελλ. 1. αγαπητός, εγκάρδιος φίλος 2. αυτός που αγαπά ερωτικά 3. (αρσ.) α) παράνομος εραστής β) εκείνος που ζει από την εκμετάλλευση γυναικών 4. θηλ. ερωμένη, φιλενάδα, μαιτρέσα αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ρενιέ, Ανρί Φρανσουά Ζοζέφ ντε- — (Regnier, Καλβαντός 1864 – Παρίσι 1936). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Εκπρόσωπος του συμβολισμού στην αρχή, υιοθέτησε αργότερα νεοκλασική τεχνοτροπία που του χάρισε αξιοσημείωτη επιτυχία με τα ποιητικά έργα του Ποιήματα (1896), Αγροτικά… …   Dictionary of Greek

  • παλλακίδα — παλλακίδα, η και παλλακή, η γυναίκα που ζει με άντρα χωρίς γάμο, αλλ. μαιτρέσα, ερωμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”